Η Μάχη του Μαραθώνα (αρχαία ελληνικά Μάχη τοῦ Μαραθῶνος), που διεξήχθη τον Αύγουστο ή τον Σεπτέμβριο του 490 π.Χ, αποτελεί σύγκρουση μεταξύ των Ελλήνων (Αθηναίοι και Πλαταιείς) και των Περσών κατά την πρώτη εισβολή των Περσών στην Ελλάδα.
Μετά την αποτυχία της Ιωνικής Επανάστασης, ο Δαρείος συγκέντρωσε μεγάλη δύναμη για να εκδικηθεί την Αθήνα και την Ερέτρια, οι οποίες είχαν βοηθήσει τους Ίωνες, κατά την Ιωνική Επανάσταση. Το 492 π.Χ, έστειλε δύναμη, υπό την ηγεσία του Μαρδόνιου αλλά ο περσικός στόλος καταστράφηκε από τρικυμία παραπλέοντας τον Άθω. Τελικά το 490 π.Χ., υπό τη διοίκηση του Δάτη και του Αρταφέρνη, ο περσικός στρατός κατέλαβε τις Κυκλάδες, κατέστρεψε την Ερέτρια και στρατοπέδευσε στον Μαραθώνα, όπου τους αντιμετώπισε δύναμη Αθηναίων και Πλαταιέων. Η μάχη έληξε με αποφασιστική νίκη των Ελλήνων – που οφειλόταν στην στρατιωτική ιδιοφυΐα του Μιλτιάδη – και οι Πέρσες αναγκάσθηκαν να φύγουν στην Ασία.
Η μάχη του Μαραθώνα έδειξε στους Έλληνες ότι μπορούσαν να νικήσουν τους Πέρσες. Κατά τους σύγχρονους ιστορικούς και μελετητές, αποτελεί μια από τις ιστορικότερες μάχες στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Στρατηγική και τακτική
Οι Πέρσες, αφού πέρασαν την Αττική, στρατοπέδευσαν στον Μαραθώνα (40 χιλιόμετρα από την Αθήνα) μετά από συμβουλή του Ιππία. Αρχηγός της αθηναϊκής δύναμης ήταν ο Μιλτιάδης, ο οποίος ήξερε καλά τις περσικές τακτικές, γι’ αυτό και οι Αθηναίοι αποφάσισαν να κλείσουν τις δύο εξόδους των στενών του Μαραθώνα. Ταυτόχρονα, ο Φειδιππίδης, κήρυκας και δρομέας από την Αθήνα, στάλθηκε στη Σπάρτη για να ζητήσει βοήθεια, αλλά οι Σπαρτιάτες, επικαλούμενοι θρησκευτικούς λόγους, απάντησαν ότι θα στείλουν στρατό μετά την πανσέληνο. Μόνο χίλιοι οπλίτες από τις Πλαταιές έφθασαν στον Μαραθώνα για να βοηθήσουν τους Αθηναίους.
Ακόμα και αν οι Αθηναίοι συγκέντρωναν όλους τους διαθέσιμους οπλίτες στο Μαραθώνα, η αριθμητική υπεροχή των Περσών θα ήταν τουλάχιστον δύο προς ένα. Επιπλέον, αν τους συγκέντρωναν όλους στο Μαραθώνα, οι Πέρσες θα μπορούσαν να επιτεθούν στην Αθήνα χωρίς να συναντήσουν αντίσταση και μια πιθανή ήττα στον Μαραθώνα θα σήμαινε την καταστροφή της Αθήνας, καθώς δεν θα είχε στρατό για να αμυνθεί.
Γι’αυτό οι Αθηναίοι αποφάσισαν να κλείσουν τις δύο εξόδους των στενών, όπου μπορούσαν να περιμένουν τους Σπαρτιάτες – αυτό θα δυσκόλευε τους Πέρσες να επιτεθούν στην Αθήνα.
Για πέντε ημέρες, οι δύο στρατοί δεν αποφάσιζαν να επιτεθούν ο ένας στον άλλο. Τα πλευρά των Αθηναίων, όπως δηλώνει ο Κορνήλιος Νέπως, ήταν καλά προστατευμένα από τους ψηλούς λόφους. Κατά τον Τομ Χόλλαντ, αυτό εξυπηρετούσε τη στρατηγική των Αθηναίων, οι οποίοι περίμεναν την άφιξη των Σπαρτιατών. Οι Αθηναίοι είχαν στη διοίκηση τους δέκα στρατηγούς, ένα από κάθε φυλή – πολέμαρχος ήταν ο Καλλίμαχος ο Αφιδναίος. Ο Ηρόδοτος γράφει ότι κάθε ημέρα διοικούσε ένας στρατηγός – γι’ αυτό, ο Μιλτιάδης αποφάσισε να επιτεθεί την ημέρα, κατά την οποία διοικητής του στρατού θα ήταν ο ίδιος. Κατά τους σύγχρονους ιστορικούς, οι Αθηναίοι θα διακινδύνευαν πολλά αν επιτίθεντο πριν την άφιξη των Σπαρτιατών.
Ούτε οι Πέρσες ούτε οι Έλληνες ήθελαν να διακινδυνεύσουν μάχη. Παρ’ ολ’ αυτά, παραμένει άγνωστη η αιτία που οδήγησε τους Αθηναίους να επιτεθούν. Σύμφωνα με μια εκδοχή, οι Αθηναίοι είχαν μάθει από τους Ίωνες ότι οι Πέρσες απομάκρυναν τον ιππικό τους – αυτό αναφέρεται στο λεξικό «Σούδα»:
Δάτιδος ἐμβαλόντος εἰς τὴν Ἀττικὴν τοὺς Ἴωνας φασιν, ἀναχωρήσαντος αὐτοῦ, ἀνελθόντας ἐπἰ τὰ δένδρα σημαίνειν τοῖς Ἀθηναίοις ὡς εἶεν χωρὶς οἱ ἱππεῖς, καὶ Μιλτιάδην συνιέντα τὴν ἀναχώρησιν αὐτῶν συμβαλεῖν οὕτως καὶ νικῆσαι, ὅθεν καὶ τῆν παροιμίαν λεχθῆναι ἐπὶ τῶν τὴν τάξιν διαλυόντων
Υπήρξαν πολλές παραλλαγές της θεωρίας αυτής, αλλά σύμφωνα με ιστορικούς, το περσικό ιππικό είχε μεταφερθεί στα πλοία, έτσι ώστε να επιτεθεί στην Αθήνα όσο το πεζικό θα αντιμετώπιζε τους Αθηναίους στον Μαραθώνα – αυτή η παραλλαγή βασίζεται στην αναφορά του Ηροδότου, ότι το περσικό πεζικό έπλευσε γύρω από το Σούνιο για να επιτεθεί στην Αθήνα. Κατά τον Λάζενμπι, οι Πέρσες βάδισαν για να επιτεθούν στους Αθηναίους, κάτι που οδήγησε στην αρχή της μάχης – αργότερα όμως, βλέποντας τους Πέρσες να προωθούνται, οι Αθηναίοι αποφάσισαν να τους επιτεθούν. Δεν είναι σαφές ποια από τις δύο θεωρίες είναι η ορθότερη, παρ’όλα αυτά είναι αποδεκτή κάποια δραστηριότητα των Περσών κατά την πέμπτη μέρα.
Οι Πέρσες είχαν κυρίως ελαφρύ πεζικό, το οποίο δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει σε μετωπική επίθεση (όπως αποδείχθηκε στις Θερμοπύλες (480 π.Χ.) και στις Πλαταιές (479 π.Χ.)[31]) – γι’ αυτό οι Πέρσες ήταν διστακτικοί και απρόθυμοι να επιτεθούν. Η στατική αμυντική θέση, κατά τον Λάζενμπι, είχε λίγη λογική για τους Έλληνες, καθώς οι οπλίτες ήταν περισσότερο δυνατοί σε μάχη σώμα με σώμα. Αν η απουσία του περσικού ιππικού οδήγησε σε αθηναϊκή επίθεση, σημαίνει ότι ένα μειονέκτημα για τους Αθηναίους (η πλαγιοκόπηση από το περσικό ιππικό) μετατρέπονταν σε κύριο πλεονέκτημα – αλλά είναι πιθανό ότι οι Πέρσες επιτέθηκαν, γι’ αυτό και οι Αθηναίοι αντέδρασαν.
Κατά μια άλλη εκδοχή, ίσως οι Πέρσες επιτέθηκαν επειδή έμαθαν (ή υποψιάστηκαν) για πιθανές ενισχύσεις από τη Σπάρτη – είτε κατάλαβαν ότι δεν μπορούσαν να μείνουν για πολύ ακόμη στον Μαραθώνα.
Ημερομηνία της μάχης
Έγιναν πολλές προσπάθειες για να βρεθεί η ακριβής ημερομηνία της μάχης. Κατά τους ιστορικούς, ο Ηρόδοτος χρονολογεί τα γεγονότα με το ηλιοσεληνιακό ημερολόγιο (συνδυασμός του ηλιακού και του σεληνιακού ημερολογίου). Κατά τον Philipp August Böckh, η μάχη διεξήχθη στις 12 Σεπτεμβρίου (κατά το Ιουλιανό ημερολόγιο).[33] Παρ’ολ’αυτά, φαίνεται ότι η κάθε ελληνική πόλη-κράτος είχε το δικό της ημερολόγιο – η ημερομηνία της μάχης εξαρτάται επίσης από την ημερομηνία που γιόρταζαν οι Σπαρτιάτες τα Κάρνεια. Θεωρείται πιθανό το γεγονός ότι το ημερολόγιο των Σπαρτιατών βρισκόταν κατά ένα μήνα πίσω από το αθηναϊκό, άρα η μάχη (κατά το σπαρτιατικό ημερολόγιο) διεξήχθη στις 12 Αυγούστου.
Πηγή: wikipedia